- σκέπασε
- σκεπάζωcoveraor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκεπάζω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, άω, Α 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ. β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.) 2. καλύπτω κάποιον με… … Dictionary of Greek
Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… … Dictionary of Greek
Ικάριος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν πατέρας της Πηνελόπης, γιος του Περιήρη και της κόρης του Περσέα, Γοργοφόνης, αδελφός του Τυνδάρεω, του Λεύκιππου και του Αφα ρέα. Σύμφωνα με κάποια άλλη εκδοχή ήταν γιος του Οίβαλου, γιου του Περιήρη, και της νύμφης… … Dictionary of Greek
αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… … Dictionary of Greek
αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… … Dictionary of Greek
σάρων — Μυθικός βασιλιάς της Τροιζήνας που έχτισε στην παραλία της Φοιβαίας λίμνης ιερό προς τιμή της Σαρωνίας Αρτέμιδας. Οι Τροιζήνιοι γιόρταζαν εκεί κάθε χρόνο τα Σαρώνεια. Σύμφωνα με το μύθο, ο Σ., κυνηγώντας ένα ελάφι, μπήκε μέσα στη θάλασσα και… … Dictionary of Greek
Αγκασίζ, Λουδοβίκος — (Louis Αgassiz, Μοτιέ 1807 – Κέιμπριτζ ΗΠΑ 1873). Eλβετοαμερικανός φυσιοδίφης. Σπουδαστής ακόμα, συνέγραψε μαζί με τον συνάδελφό του Σπιξ μελέτη για τα ψάρια της Βραζιλίας, η οποία όμως έμεινε ημιτελής, εξαιτίας του θανάτου του συνεργάτη του. Το… … Dictionary of Greek
Ενιπέας ή Ενιππέας — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν ο ωραιότερος από τους ποτάμιους θεούς. Τον ερωτεύτηκε στη Θεσσαλία η κόρη του Σαλμωνέα και κατόπιν σύζυγος του Κρηθέα, Τυρώ. Σύμφωνα με τον Όμηρο, η Τυρώ πήγαινε συχνά και έμενε στις όχθες του… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Νάξου (Επιτόπιο) — Από το καλοκαίρι του 1999, στην πλατεία του μητροπολιτικού ναού της Nάξου, λειτουργεί ένα μοναδικό στην Eλλάδα μουσείο. Στην πλατεία και στον υπόγειο χώρο των 400 τ.μ. περίπου μπορεί κανείς να δει τα ευρήματα από τις ανασκαφές που έγιναν τη… … Dictionary of Greek
Σίγκφριντ ή Ζίγκφριντ — (Σίνγκουρντ στην Έδδα). Ήρωας της γερμανικής μυθολογίας στον οποίο αποδίνονταν πολλά κατορθώματα. Μεταξύ αυτών είναι ο φόνος ενός δράκοντα, στο αίμα του οποίου λούστηκε ο Σ. και έγινε άτρωτος σ’ ολόκληρο το σώμα, εκτός από ένα σημείο της πλάτης… … Dictionary of Greek